Ο ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ον

Το ξενοδοχείο ήταν κτισμένο σχεδόν πάνω στη θάλασσα και ο θόρυβος των αγριεμένων κυμάτων που έσκαγαν στις ακτές έμοιαζε υποχθόνιος. Το ανακάτεμα των νερών προκαλούσε ένα υπόκωφο βούισμα που ήταν ίδιο να έβγαινε από τα βάθη του βυθού με ατελείωτη ορμή καθώς έσπρωχνε τα κύματα στο πάλεμα τους με τις πέτρινες ακτές.
Το δωμάτιο ήταν ευρύχωρο και από το παράθυρο έβλεπε τη σκοτεινή θάλασσα. Μέσα στη μαύρη νύχτα και το σκοτεινό χειμωνιάτικο καιρό, μόλις διακρινόταν. Συνηθισμένος και εξοικειωμένος με αυτά τα άγρια στοιχεία, άναψε ένα ρόθμαν και στάθηκε στο παραθύρι. Με το βλέμμα στον μακρινό ορίζοντα που κάθε τόσο υπό τη λάμψη κάποιας αστραπής φανερωνόταν, πήρε τις σκέψεις του σε θύμισες παλιές, όταν μικρός, εδώ στον τόπο που ευρισκόταν τώρα, ήταν ξερά χωράφια που τα έτρωγε η αλμύρα και δεν τα άφηνε να βλαστήσουν. Ήταν πέτρινες ακτές γεμάτες δυσθεώρατα βράχια, που πάνω έστεκε και με αφοβιά βουτούσε στη θάλασσα. Μια άγρια παραλία με βράχους και σκληρές πέτρες σμιλεμένες από δυνατά κύματα μέσα στους αιώνες.
Τώρα σκεπάστηκαν με μπετόν, και έγιναν ξενοδοχείο με ανέσεις και πολυτέλειες. Εκεί που παλιά καθόταν στον καυτό ήλιο χωρίς μια σκιά για προφύλαξη, τώρα οι τουρίστες τα καλοκαίρια κάτω από ομπρέλες και δίπλα σε πισίνες, θα κάθονταν και θα αναπαύονταν με δροσερά ποτά στο χέρια.
Όμως ήξερε πως αυτά είχε η πρόοδος, τα είδε σε πολλές χώρες να συμβαίνουν, γι αυτό δεν του κακοφάνηκε πολύ, όμως σίγουρα θα προτιμούσε τον τόπο όπως ήταν τα παλιά χρόνια.